- ἀσύγχυτα
- ἀσύγχυτοςnot confusedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυρμός — ὁ, ΜΑ [φύρω] 1. ανακάτεμα, σύγχυση («Πάντα ἕστηκεν ἀσύγχυτα καὶ παντός ἐλεύθερα φυρμοῡ», Μάξ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φυρμός μολυσμός, ῥύπος, μίασμα» … Dictionary of Greek